κλανία

κλανία
κλανίον
bracelet
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλανιά — η [κλάνω] πορδή …   Dictionary of Greek

  • κλανιάρης — άρα, άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά] 1. πορδαλάς 2. μτφ. φοβιτσιάρης …   Dictionary of Greek

  • πορδοκλανιό — το, Ν τόπος ή περίσταση όπου ο καθένας μπορεί να λέει ή να κάνει ασύστολα οτιδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + κλανιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”